- ῥάβδος
- ῥάβδος (ἡ)1 staff
οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ ᾆ κατάγει O. 9.33
Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (ἀντὶ τοῦ κατὰ ῥαψῳδίαν Σ.) I. 4.38
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οὐδ' Ἀίδας ἀκινήταν ἔχε ῥάβδον, βρότεα σώμαθ ᾆ κατάγει O. 9.33
Ὅμηρος αὐτοῦ πᾶσαν ὀρθώσαις ἀρετὰν κατὰ ῥάβδον ἔφρασεν θεσπεσίων ἐπέων λοιποῖς ἀθύρειν (ἀντὶ τοῦ κατὰ ῥαψῳδίαν Σ.) I. 4.38Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ῥάβδος — rod fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ράβδος — η / ῥάβδος, ΝΜΑ·1. επίμηκες, κυλινδρικό και λεπτό τεμάχιο ξύλου ή ξύλινο στέλεχος το οποίο κρατείται από το χέρι είτε για στήριξη τού σώματος κατά το βάδισμα είτε ως πρόχειρο όπλο άμυνας ή επίθεσης, βακτηρία, μπαστούνι, μαγκούρα («ταχὺ πηδῶ τῆς… … Dictionary of Greek
ράβδος — η 1. ραβδί, μπαστούνι· «ποιμαντορική ράβδος», η πατερίτσα του επισκόπου· «στραταρχική ράβδος», μικρό ραβδί με στολίδια, διακριτικό του αξιώματος του στρατάρχη· «αστυνομική ράβδος», το κλομπ των αστυνομικών. 2. κάθε αντικείμενο που μοιάζει με… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ῥάβδω — ῥάβδος rod fem nom/voc/acc dual ῥάβδος rod fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοι — ῥάβδος rod fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοις — ῥάβδος rod fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισι — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδοισιν — ῥάβδος rod fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδον — ῥάβδος rod fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδου — ῥάβδος rod fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥάβδους — ῥάβδος rod fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)